άμε — (πληθ. άμετε και αμέτε πήγαινε, φύγε (πληθ. πηγαίνετε, φύγετε). [ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο παρακελευσματικό, β΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (άμε, άμετε). Ετυμολογικά οι τ. άμε άμετε είναι ρηματικής προελεύσεως. Συγκεκριμένα το μόριο άμε προήλθε από την… … Dictionary of Greek
αμέ — και αμή και αμά και αμ’ (σύνδ.) (Μ ἀμμή) 1. (αντιθετικά) αλλά, όμως, αλλά όμως, μολαταύτα 2. (προσθετικά, επιτατικά) αλλά και, αλλά ακόμη, επιπροσθέτως 3. (βεβαιωτικά) αλλά βέβαια, και βέβαια 4. (απορηματικά) μήπως, αλλά μήπως 5. (ελλειπτικά)… … Dictionary of Greek
αμέ — σύνδ. αντιθετ., βλ. αμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμέ — ἀ̱μέ , ἁμός 1 masc voc sg ἡμός masc voc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμέ — ἁ̱μέ , ἁμός 1 masc voc sg ἐγώ I at least masc/fem acc 1st pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πικτέ, Αμέ — (Pictet, 1857 – 1937). Ελβετός χημικός. Σπούδασε διαδοχικά στη Γενεύη, τη Δρέσδη, τη Bόνη και το Παρίσι. Στο διάστημα 1882 1932 εργάστηκε στο πανεπιστήμιο της Γενεύης, όπου έγινε καθηγητής το 1894. Οι έρευνές του αναφέρονται σε ετεροκυκλικές… … Dictionary of Greek
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες … Dictionary of Greek
άντε — και άιντε και άμε και άντες επιφώνημα που σημαίνει παρακίνηση, εμπρός, πήγαινε: Άντε να πάμε βόλτα. – Άιντε στο καλό. – Άμε να δεις ποιος είναι. – Άντες να πηγαίνουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμή — και αμέ σύνδ. εναντιωματικός 1. αλλά: «Τα πάθη μπλιο δεν κιλαηδεί το πικραμέν αηδόνι, αμή πετά πασίχαρο, μ άλλα πουλιά σιμώνει» (Ερωτόκριτος). 2. ερωτηματικά («αμή;» ή «αμέ;»), σημαίνει βεβαίωση, βέβαια, αναμφίβολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)